ἀπερίγραφος

ἀπερίγραφος
ἀπερίγραφος
not rounded
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απερίγραφος — ἀπερίγραφος, ον (AM) 1. ο απερίγραπτος, ο ακατανόητος (για τον Θεό κυρίως) αρχ. 1. ο δίχως περίγραμμα 2. ο ασαφής 3. ο απεριόριστος, ο άμετρος …   Dictionary of Greek

  • ἀπεριγράφως — ἀπερίγραφος not rounded adverbial ἀπερίγραφος not rounded masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίγραφον — ἀπερίγραφος not rounded masc/fem acc sg ἀπερίγραφος not rounded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριγράφοις — ἀπερίγραφος not rounded masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριγράφου — ἀπερίγραφος not rounded masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριγράφους — ἀπερίγραφος not rounded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριγράφῳ — ἀπερίγραφος not rounded masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίγραφα — ἀπερίγραφος not rounded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίγραφοι — ἀπερίγραφος not rounded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”